- ὁμολόγως
- ὁμόλογοςagreeingadverbialὁμόλογοςagreeingmasc/fem acc pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ομόλογος — η, ο (ΑΜ ὁμόλογος, ον) 1. αυτός που έχει τις ίδιες αναλογίες ή κοινά γνωρίσματα με κάποιον άλλον ή με κάτι άλλο, αντίστοιχος, ανάλογος, σύστοιχος, σύμμετρος («ομόλογα σχήματα» ή «ομόλογα σημεία» σχήματα ή σημεία τα οποία αντιστοιχούν το ένα προς… … Dictionary of Greek
ՀԱՄԱԲԱՆԱԲԱՐ — ( ) NBH 2 0011 Chronological Sequence: 10c մ. ὁμολόγως consensu omnium Միաբան. միաբանութեամբ. ձայնակցելով. *Ասասցեն ընդ մեզ համաբանաբար զուգամասնութեամբ, եղիցի եղիցի. Նար. ՟Ձ՟Ե … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)